Ο υγιεινός τρόπος διατροφής αποτελεί έναν αρκετά σημαντικό παράγοντα σε όλα τα στάδια της εξέλιξης της ζωής του ανθρώπου.
Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου, η υγιεινή διατροφή διαδραματίζει έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, καθώς επιδρά καθοριστικά στη σωματική και νοητική ανάπτυξη και εξέλιξή του. Η παιδική ηλικία χωρίζεται σε τρία στάδια και το πρώτο στάδιο ονομάζεται νηπιακή περίοδος, και αναφέρεται στα παιδιά ηλικίας 1-3 ετών. Ιδιαίτερα, λοιπόν, τα πρώτα 2-3 χρόνια της ζωής του νηπίου, θεωρούνται τα πιο κρίσιμα, καθώς ο ρυθμός της σωματικής ανάπτυξης είναι ταχύτερος από οποιαδήποτε άλλη περίοδο. Το βάρος των νηπίων αυξάνεται κατά 2-2,5 κιλά κάθε χρόνο, μετά το 1ο έτος, και το ύψος κατά 7,5 εκατοστά, κάθε χρόνο, μέχρι την ηλικία των 7. Το ανοσοποιητικό σύστημα, επίσης, είναι ακόμη ανώριμο, με αποτέλεσμα το βρέφος και το μικρό παιδί να είναι επιρρεπή σε ανεπάρκειες θρεπτικών συστατικών και σε λοιμώξεις.
Επιπλέον, η νηπιακή ηλικία αποτελεί την καταλληλότερη περίοδο για τη διαμόρφωση υγιεινών διατροφικών συνηθειών, καθώς ο τρόπος ζωής, διατροφής και συμπεριφοράς εδραιώνονται κατά το διάστημα αυτό και συχνά διατηρούνται σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Οι υγιεινές διατροφικές συνήθειες ενός παιδιού επηρεάζονται από την αλληλεπίδρασή του με την οικογένεια, το σχολείο, τον κοινωνικό και φιλικό περίγυρο.
Όσον αφορά τις διατροφικές ανάγκες του νηπίου, αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία, τον ρυθμό ανάπτυξης αλλά και τη σωματική δρστηριότητα του νηπίου. Η ένταξη των νέων τροφίμων θα πρέπει να γίνει σταδιακά και εξαρτάται πάντα από τις δεξιότητες που έχει αναπτύξει το κάθε παιδί, καθώς και από το αν του προκαλούν συγκεκριμένες αλλεργίες τα νέα τρόφιμα. Το καλύτερο θα ήταν οι στερεές τροφές να εισάγονται στο μωρό κατά την περίοδο του θηλασμού. Σε γενικές γραμμές, μέχρι το τέλος του 1ου χρόνου της ζωής, καλό είναι να έχουν εισαχθεί τα τρόφιμα από όλες τις ομάδες τροφίμων στη διατροφή του βρέφους.
Τα φρούτα και τα λαχανικά είναι θρεπτικά και ωφελούν την υγεία των παιδιών, και γι’ αυτό συνίσταται η καθημερινή κατανάλωσή τους. Η συχνή κατανάλωσή τους ωφελεί σημαντικά τον οργανισμό, αφού λειτουργούν ως «ασπίδα» προστασίας. Αυτό συμβαίνει διότι τα φρούτα και τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες, φυτικές ίνες και ανόργανα στοιχεία, όπως είναι το κάλιο και το μαγνήσιο. Επίσης, συμβάλλουν στη διατήρηση του φυσιολογικού σωματικού βάρους, στην πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας και άλλων χρόνιων νοσημάτων στην ενήλικη ζωή.
Σε σχέση με την ομάδα των γαλακτοκομικών τροφών, τα παιδιά ηλικίας 1-2 ετών πρέπει να καταναλώνουν πλήρες γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα. Επιπλέον, τα παιδιά χρειάζεται να σταματήσουν σταδιακά να καταναλώνουν γάλα μέσω του μπιμπερό από την ηλικία τους ενός χρόνου, και ειδικά στο βραδινό γεύμα, για να μην αποκοιμηθούν με το μπιμπερό. Η συνήθεια του ύπνου με μπιμπερό μπορεί να προκαλέσει την ανάπτυξη της τερηδόνας. Τέλος, τα βρέφη ωφελούνται αναπτυξιακά αν καταναλώνουν τρόφιμα με το κουτάλι, διότι απαιτούνται διαφορετικές κινήσεις των χειλιών και της γλώσσας. Φυσικά, τα παιδιά θα πρέπει να καταναλώνουν όσο το δυνατόν λιγότερο αλάτι γίνεται, και τα προϊόντα που επιλέγονται θα πρέπει να είναι χαμηλά σε περιεκτικότητα αλατιού. Ομοίως, θα πρέπει να συμβαίνει και με τα προστιθέμενα σάκχαρα (ζάχαρη και γλυκαντικές ύλες).
Η διατροφή των νηπίων, λοιπόν, θα πρέπει να είναι πλήρης, ισορροπημένη και βασισμένη στις αρχές της μεσογειακής δίαιτας. Καθημερινά, μάλιστα, τα παιδιά άνω των 2 ετών θα πρέπει να καταναλώνουν 3 κύρια γεύματα (πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό) και τουλάχιστον 1 ενδιάμεσο μικρογεύμα (δεκατιανό ή/και απογευματινό) σε σταθερές ώρες. Η αυστηρή χορτοφαγική διατροφή στα παιδιά είναι πιθανό να οδηγήσει σε ανεπάρκεια βιταμίνης Β12, σιδήρου και ασβεστίου. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας διατροφής δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και θα πρέπει να γίνεται μόνο υπό την επίβλεψη ειδικών επαγγελματιών υγείας (παιδίατρου και διαιτολόγου).
Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος